- ζωογεωγραφικός
- η , ό[ν] относящийся к зоогеографии
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζωογεωγραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωογεωγραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. zoogeographic < zoo (πρβλ. ζω(ο) [ΙΙ]*) + geographic (πρβλ. γεωγραφικός)] … Dictionary of Greek
ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… … Dictionary of Greek